- κρέπι
- τοβλ. κρεπ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κρέπι, το — κρέπι, τo, και κρεπ,το (λ. γαλλ.) 1. είδος μεταξωτού υφάσματος. 2. είδος λεπτού μελανού υφάσματος. 3. είδος καουτσούκ που χρησιμοποιείται για πέλμα παπουτσιών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κάρολος — I (Charles). Όνομα επτά αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. 1. Κ. Α’. Βλ. λ. Καρλομάγνος. 2. Κ. Β’, ο Φαλακρός (Φρανκφούρτη 823 – Μπριντ λε Μπεν, Σαβοΐα 877). Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (875 877). Ήταν υστερότοκος… … Dictionary of Greek
βέλο — Κωμόπολη (υψόμ. 30 μ., 3.041 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται ανατολικά του Κιάτου. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. * * * το λεπτό αραχνοΰφαντο ύφασμα, κρέπι, τούλι (α. «το βέλος της νύφης» το πέπλο β. «καπέλλο με το βέλο»). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
κρεπ — και κρέπι, το 1. ακατέργαστο καουτσούκ κιτρινόλευκου χρώματος, το οποίο λαμβάνεται ύστερα από αποξήρανση θρομβωθέντος ελαστικού γαλακτώματος στον θερμό αέρα και χρησιμοποιείται για την κατασκευή πελμάτων υποδημάτων και ως πρώτη ύλη από ελαστικό… … Dictionary of Greek
Θρησκευτικοί πόλεμοι — Σειρά μακροχρόνιων πολέμων που αναστάτωσαν την Ευρώπη κατά τον 16ο και 17ο αι., μετά τη θρησκευτική μεταρρύθμιση. Ως πρόδρομος των πολέμων αυτών, μεταξύ 1419 και 1436, μπορεί να θεωρηθεί ο πόλεμος εναντίον των Ουσιτών της Βοημίας, δηλαδή εναντίον … Dictionary of Greek